ΡΩΤΗΣΤΕ ΜΑΣ

Γιατί ζουν τα λιοντάρια σε αγέλες;

Σε αντίθεση με άλλα αιλουροειδή, τα λιοντάρια ζουν και κυνηγούν σε αγέλες. Γιατί έχει το λιοντάρι αυτή την ιδιαίτερη συμπεριφορά;

Το λιοντάρι, υπό μία έννοια, είναι το πιο ασυνήθιστο από τα περίπου 40 είδη αιλουροειδών που υπάρχουν στον κόσμο. Τα αιλουροειδή συνήθως δεν είναι πολύ κοινωνικά ζώα, και πολλά από αυτά δεν ανέχονται καθόλου να βρίσκονται κοντά σε ομοειδή τους, με εξαίρεση την εποχή του ζευγαρώματος. Σε κάποια από τα είδη κάπου κάπου βλέπουμε μεμονωμένες περιπτώσεις ζώων που περπατούν μαζί, αλλά δε σχηματίζουν ποτέ αγέλες σε σταθερή βάση, όπως τα λιοντάρια.

Συνήθως δεν είναι εύκολο να δοθεί απάντηση σε μια ερώτηση τέτοιου τύπου. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να δώσουμε εκ των υστέρων μια εξήγηση, με βάση τα πλεονεκτήματα που η εκάστοτε συμπεριφορά προσφέρει στους οργανισμούς. Έτσι, φαίνεται πως το γεγονός ότι τα λιοντάρια ζουν και κυνηγούν στην ανοιχτή σαβάνα, όπου η κύρια πηγή τροφής τους είναι τα μεγάλα χορτοφάγα θηλαστικά, τα οδήγησε να αναπτύξουν τη συνεργασία και τον ομαδικό τρόπο διαβίωσης. Αυτό το είδος κυνηγιού απαιτεί συντονισμό και αλληλοσυνεννόηση, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν οι θηρευτές γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, όπως συμβαίνει σε μια αγέλη. Είναι ενδεικτικό το ότι οι αγέλες των λιονταριών αποτελούνται κατά βάση από συγγενικά θηλυκά άτομα (αδελφές, θείες, εξαδέλφες κτλ.).

Σε αντίθεση με το λιοντάρι, όλα σχεδόν τα υπόλοιπα αιλουροειδή είναι ζώα που κυνηγούν στήνοντας ενέδρες σε δενδρόφυτες περιοχές (δάση κτλ.). Καλό παράδειγμα είναι η τίγρη, η οποία μοιάζει πολύ με το λιοντάρι, έχει παρόμοια σωματική διάπλαση και τρέφεται επίσης με μεγάλα χορτοφάγα. Επειδή όμως η τίγρη ζει στο δάσος, μπορεί να γλιστρήσει σιωπηρά κοντά στη λεία της, πριν της επιτεθεί. Αυτό κάνει το κυνήγι της ατομική υπόθεση και δε χρειάζεται να είναι κοινωνική, όπως το λιοντάρι.

Κάποια άλλα αιλουροειδή, όπως ο γατόπαρδος και η γάτα της ερήμου (Felis margarita), ζουν σε ανοιχτές εκτάσεις, όπως και το λιοντάρι. Η συμπεριφορά τους όμως είναι διαφορετική. Ο γατόπαρδος είναι ένας σπρίντερ, που κυνηγάει πολύ μικρότερα ζώα, ενώ η γάτα της ερήμου είναι νυκτόβια και τρέφεται με έντομα και άλλα μικρά ζώα, τα οποία ένα μοναχικό ζώο μπορεί να πιάσει μόνο του.

Γιατί τα ζώα του αυτού είδους είναι τόσο ίδια;

Εμείς οι άνθρωποι είμαστε πολύ διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον. Γιατί τότε τα ζώα είναι τόσο ίδια μεταξύ τους;

Μια σύντομη απάντηση είναι ότι τα ζώα δεν είναι τόσο ίδια μεταξύ τους –απλώς έτσι μας φαίνονται. Ζώα όπως οι ζέβρες και οι καμηλοπαρδάλεις είναι γνωστό ότι αποτελούν σχεδόν πιστά αντίγραφα το ένα του άλλου, αλλά, αν κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά, θα διακρίνει πάρα πολλές διαφορές. Σε αυτές βασίζονται, μεταξύ άλλων, τα ίδια τα ζώα, για να αναγνωρίζονται μεταξύ τους.

Ωστόσο, σε ορισμένα ζώα δεν μπορούμε να διακρίνουμε διαφορές, όσο εξονυχιστικά κι αν τα εξετάσουμε. Συνήθως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα είδη αυτά δε χρησιμοποιούν την όραση για να αναγνωρίζονται μεταξύ τους. Πολλά θηλαστικά έχουν εκπληκτικά ανεπτυγμένη όσφρηση και αναγνωρίζουν το ένα το άλλο από τη μυρωδιά. Πολλά πουλιά, που φαίνονται σχεδόν όμοια, ξεχωρίζουν το ένα το άλλο από τις φωνές τους.

Το γεγονός ότι οι άνθρωποι είμαστε πολύ διαφορετικοί οφείλεται κυρίως στην τεράστια εξάπλωση που έχουμε ως είδος. Αυτό ισχύει επίσης και για είδη ζώων που έχουν μεγάλη εξάπλωση, τα οποία συχνά υποδιαιρούνται σε υποείδη με βάση κυρίως την εμφάνισή τους.

Γιατί έχουμε διαφορετικές ομάδες αίματος;

Είναι γεγονός ότι πρέπει να τρεφόμαστε με βάση την ομάδα αίματος που έχουμε; Τι σημαίνουν, αλήθεια, οι διαφορετικές ομάδες αίματος;

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στην ομάδα αίματος και την προσωπικότητα, όπως επίσης ότι θα πρέπει να τρέφεται ή να γυμνάζεται κανείς ανάλογα με την ομάδα αίματος που έχει. Ωστόσο, οι θεωρίες αυτές στερούνται επιστημονικής βάσης. Με βάση τα επιστημονικά δεδομένα, η ομάδα αίματος παίζει μεγάλο ρόλο σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις, από τις οποίες η πιο συνηθισμένη είναι η μετάγγιση. Τότε, είναι απολύτως απαραίτητο η ομάδα του δότη και του λήπτη να είναι συμβατές. Μέχρι το 1900 περίπου, όταν ο Carl Landsteiner ανακάλυψε την ύπαρξη διαφορετικών ομάδων αίματος, πολλοί είχαν χάσει τη ζωή τους μετά τη λήψη ασύμβατου αίματος.

Στο αίμα διακρίνουμε πολλές διαφοροποιήσεις, αλλά μόνο η διάκριση των ομάδων Α, Β, και 0 και ο παράγοντας Ρέζους έχουν πρακτική σημασία. Στην επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων υπάρχουν δύο τύποι πρωτεϊνών, η Α και η Β. Ανάλογα με το αν κανείς έχει τη μία ή και τις δύο πρωτεΐνες, ή καμία από αυτές, τότε έχει ομάδα αίματος Α ή Β ή ΑΒ ή 0, κατά σειρά. Ταυτόχρονα, υπάρχουν στο αίμα αντιγόνα κατά των πρωτεϊνών που δε διαθέτει κάποιος. Εάν κάποιος έχει, για παράδειγμα, ομάδα αίματος ΑΒ, δεν έχει καθόλου αντιγόνα, και μπορεί συνεπώς να δεχτεί οποιοδήποτε τύπο αίματος. Απεναντίας, τα άτομα με ομάδα αίματος 0 δέχονται μόνο τον ίδιο τύπο αίματος, επειδή διαθέτουν αντιγόνα τόσο κατά των Α όσο και κατά των Β πρωτεϊνών.

Το ίδιο συμβαίνει και με το σύστημα Ρέζους, όπου είτε διαθέτει κανείς είτε δε διαθέτει συγκεκριμένες πρωτεΐνες (Ρέζους θετικό ή Ρέζους αρνητικό, αντίστοιχα).

Πώς λειτουργεί ένα CD;

Ένα CD μπορεί να περιέχει πολλή μουσική. Πώς γίνεται όμως η εγγραφή της στο δίσκο;

Πρώτα η μουσική πρέπει να μεταφραστεί σε ψηφιακό κώδικα, που θα αποτελείται από 1 και 0. Γι’ αυτό χρησιμοποιείται ένα σύστημα το οποίο διαβάζει τα ηχητικά κύματα με αστραπιαία ταχύτητα και τα χωρίζει σε σημεία, που ονομάζονται «δείγματα» (samples). Για την καλύτερη δυνατή αναπαραγωγή του ήχου, απαιτούνται 44.100 δείγματα ανά δευτερόλεπτο. Κάθε δείγμα χρειάζεται 2 bytes και, επειδή η μουσική θα παίζεται με στερεοφωνικό ήχο, απαιτούνται σχεδόν 783 εκατομμύρια bytes για ένα δίσκο με 74 λεπτά μουσικής.

Αυτά τα bytes αποθηκεύονται στη συνέχεια στο μικρό δίσκο του CD. Το μεγαλύτερο μέρος του CD αποτελείται από καθαρό, χυτό πλαστικό. Στην κάτω επιφάνειά του αποτυπώνεται μια μακριά σπείρα με μικροσκοπικές αυλακώσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν όλα τα bytes. Πάνω από αυτήν τοποθετείται μία στρώση μετάλλου που ανακλά το φως (αλουμίνιο, χρυσός ή ασήμι), η οποία, με τη σειρά της, καλύπτεται από μία στρώση προστατευτικού ακριλικού υλικού. Η σπείρα με τα δεδομένα μπορεί κατόπιν να διαβαστεί με τη βοήθεια μιας ακτίνας λέιζερ, η οποία διαπερνάει το πλαστικό και ανακλάται από τη στρώση του μετάλλου.

Οι αυλακώσεις θα πρέπει, φυσικά, να είναι πολύ μικροσκοπικές για να χωρέσουν. Οι μικρότερες δεν ξεπερνούν το 1/1000 του χιλιοστού, ενώ όλη η σπείρα με τα δεδομένα, αν ξεδιπλωθεί, έχει μήκος 5 χιλιομέτρων.

Μπορούν οι φυσικοί να διαλύσουν τη Γη;

Πριν από μερικά χρόνια, γινόταν λόγος για ορισμένα πειράματα στη φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων, από τα οποία θα μπορούσε να καταστραφεί η Γη. Για τι ακριβώς πρόκειται και υπάρχει ακόμη αυτός ο κίνδυνος;

Το ερώτημα αυτό τέθηκε για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1990, λίγο πριν αρχίσουν τα πειράματα στον επιταχυντή RHIC στη Νέα Υόρκη. Εκεί θα συγκρούονταν μετωπικά ιόντα χρυσού με μια ταχύτητα που θα πλησίαζε την ταχύτητα του φωτός. Στόχος των πειραμάτων ήταν η αναδημιουργία της «αρχέγονης σούπας» του σύμπαντος, ενός πλάσματος κουάρκ-γλουονίων.

Τότε, ορισμένοι ερευνητές είχαν υποστηρίξει ότι η λειτουργία του νέου επιταχυντή ενδεχομένως να είχε καταστροφικές συνέπειες για την ανθρωπότητα. Μερικοί, μάλιστα, από αυτούς είχαν αναφερθεί στην πιθανότητα σχηματισμού μιας μίνι μαύρης τρύπας, η οποία θα μεγάλωνε και θα κατάπινε τη Γη. Άλλοι, πάλι, προειδοποιούσαν ότι τα λεγόμενα «παράξενα» κουάρκ που θα σχηματίζονταν θα συγκροτούσαν μικρούς σβόλους παράξενης ύλης, τα λεγόμενα «strangelets». Κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, αυτά τα strangelets θα μπορούσαν να μετατρέψουν την κανονική ύλη σε παράξενη ύλη, μέχρι να αφανιστεί ολόκληρη η Γη.

Το ζήτημα θεωρήθηκε σοβαρό, γι’ αυτό και ο διευθυντής του εργαστηρίου Brookhaven John Marburger ανέθεσε το 1999 σε μια ομάδα διακεκριμένων φυσικών να διερευνήσει εάν αυτά τα σενάρια καταστροφής θα μπορούσαν να έχουν πραγματική βάση. Το συμπέρασμα της επιτροπής, την οποία αποτελούσαν διακεκριμένοι φυσικοί από το MIT και από τα Πανεπιστήμια του Yale και του Princeton, ήταν ότι ο κίνδυνος είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος.

Πώς μπορεί μια οδοντόκρεμα να έχει τρία χρώματα;

Πώς γίνεται και δεν ανακατεύονται μεταξύ τους τα χρώματα στο σωληνάριο μιας οδοντόκρεμας;

Τα σωληνάρια με οδοντόκρεμα ριγέ διαφορετικών χρωμάτων γεμίζονται με τη βοήθεια ενός σωλήνα ροής που εισχωρεί βαθιά στο εσωτερικό τους. Έτσι, ο σωλήνας γεμίζει το σωληνάριο με κρέμα από το βάθος προς τα έξω, πιέζοντας ταυτόχρονα τις δύο ή τρεις στήλες διαφορετικού χρώματος. Επειδή οι ρίγες αυτές έχουν την ίδια παχύρρευστη σύνθεση, πιέζονται εξίσου και με την ίδια ταχύτητα, δεν αναμειγνύονται κατά το γέμισμα. Επίσης, τα χρώματα δεν είναι υδατοδιαλυτά, και γι’ αυτό διατηρούνται χωριστά.

Οι πολύχρωμες οδοντόκρεμες αρχικά επινοήθηκαν για να δείχνουν ότι έχουν περισσότερες από μία λειτουργίες.

Σημαδεύουν οι κόμπρες τα μάτια;

Είναι αλήθεια ότι οι κόμπρες σημαδεύουν πάντα τα μάτια; Με πόση ακρίβεια βρίσκουν το στόχο;

Στην Αφρική υπάρχουν τουλάχιστον 4 είδη κόμπρας που έχουν αναπτύξει την ικανότητα να φτύνουν. Πράγματι στοχεύουν στα μάτια του θύματος, ανθρώπου ή ζώου, επειδή το σάλιο τους περιέχει δηλητήρια που σε σύντομο χρονικό διάστημα τυφλώνουν.

Γερμανοί ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Βόννης ανακάλυψαν πρόσφατα γιατί οι κόμπρες πετυχαίνουν με τόσο μεγάλη ακρίβεια το στόχο τους, όταν φτύνουν από απόσταση. Κινηματογράφησαν τα φίδια με κάμερα υψηλής ταχύτητας και αποδείχθηκε ότι, ακριβώς τη στιγμή που εκτοξεύουν το δηλητήριο, οι κόμπρες κινούν το κεφάλι τους δεξιά-αριστερά και κυκλικά. Αυτές οι κινήσεις δεν είναι ορατές στο ανθρώπινο μάτι, αλλά συντελούν στη μεγαλύτερη διασπορά του δηλητηρίου, ώστε το φίδι να έχει περισσότερες πιθανότητες να βρει το στόχο του. Οι επιστήμονες παραλληλίζουν την τεχνική των φιδιών με το πότισμα. Συχνά, όταν ποτίζουμε, κουνάμε το ποτιστήρι, έτσι ώστε να ραντίσουμε με το νερό μεγαλύτερη επιφάνεια.

Οι δηλητηριώδεις κόμπρες έχουν στα δόντια τους ειδικούς διαύλους, οι οποίοι έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να εκβάλλουν προς τα εμπρός. Οι δίαυλοι αυτοί, επίσης, στενεύουν στο άνοιγμά τους, έτσι ώστε το δηλητήριο να βγαίνει με πίεση και με μεγάλη δύναμη, όπως όταν τοποθετούμε ένα μπεκ στο λάστιχο του ποτίσματος.

Αυτό, μαζί με τις κινήσεις του κεφαλιού, επιτρέπει στις κόμπρες να πετυχαίνουν τα μάτια του θύματός τους από απόσταση 3 μέτρων, με μια ευστοχία που αγγίζει το 100%.

Έχουν τα ζώα συναισθήματα;

Πολλές φορές παρατηρούμε ότι τα ζώα συμπεριφέρονται σαν να έχουν συναισθήματα. Τι λέει η επιστήμη γι’ αυτό;

Οι φιλόζωοι –άλλα και οι ζωολόγοι– διηγούνται, πολλές φορές, ιστορίες για ζώα που δείχνουν εμφανή συναισθήματα αγάπης, φιλίας ή λύπης για άλλα ζώα, τόσο του ίδιου όσο και διαφορετικού είδους. Ενδεικτικά, αναφέρονται αρκετά περιστατικά, όπου όλοι οι ελέφαντες ενός κοπαδιού μαζεύονται γύρω από ένα νεκρό μικρό ελεφαντάκι και, σπρώχνοντάς το μαλακά με τις προβοσκίδες τους, προσπαθούν να το βοηθήσουν να σηκωθεί. Όταν καταλάβουν ότι είναι μάταιο, στέκονται γύρω του για μέρες με τα αυτιά τους κατεβασμένα, σαν να παρευρίσκονται σε κηδεία. Ο ίδιος ο Κάρολος Δαρβίνος, μάλιστα, έγραψε μία πραγματεία με τον τίτλο «Η Έκφραση των Συναισθημάτων στον Άνθρωπο και στα Ζώα». Σύμφωνα με το Δαρβίνο, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα ζώα έχουν συναισθήματα.

Ωστόσο, οι επιστήμονες διαχωρίζουν τα συναισθήματα σε δύο κατηγορίες: τα πρωτεύοντα (π.χ. φόβος, επιθετικότητα, πανικός, ενθουσιασμός) και τα δευτερεύοντα συναισθήματα (π.χ. περηφάνια, ντροπή, χαρά, λύπη, ευτυχία, αγάπη, ζήλια). Τα πρωτεύοντα συναισθήματα είναι έμφυτα – ενστικτώδη. Τα δευτερεύοντα είναι πιο πολύπλοκα και δε βιώνονται με ενιαίο τρόπο, αλλά εμφανίζουν ποικίλες αποχρώσεις και διαβαθμίσεις κατά περίπτωση.

Οι περισσότεροι επιστήμονες συμφωνούν ότι τα ζώα έχουν πρωτεύοντα συναισθήματα. Κάποιοι πιστεύουν, επίσης, ότι τα θηλαστικά και ορισμένα άλλα σπονδυλωτά έχουν αναπτύξει κάποιου είδους δευτερεύοντα συναισθήματα. Κάτι που θα έπρεπε να λειτουργήσει σαν μια υπενθύμιση για εμάς τους ανθρώπους, ότι θα πρέπει να μεταχειριζόμαστε τα ζώα καλύτερα. Εξάλλου, αν δεν ήταν έτσι, τότε οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες ανά τον κόσμο δε θα ξόδευαν αστρονομικά ποσά στην εξέλιξη αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, τα οποία –όπως συμβαίνει με όλα σχεδόν τα φάρμακα– δοκιμάζονται πρώτα σε πειραματόζωα.

Πού είναι πιο επικίνδυνα να ζει κανείς;

Όταν γίνονται φυσικές καταστροφές, ακούμε συχνά να πλήττονται οι ίδιες περιοχές. Είναι πιο επικίνδυνο να ζει κανείς σε ορισμένες περιοχές της Γης συγκριτικά με άλλες;

Σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα, μια ομάδα επιστημόνων από το αμερικανικό Πανεπιστήμιο Κολούμπια χαρτογράφησε όλη τη Γη με κριτήριο τον κίνδυνο από φυσικές καταστροφές. Οι επιστήμονες χώρισαν τη Γη σε μικρότερες περιοχές και, με βάση τα δεδομένα των 20 τελευταίων ετών, μελέτησαν τον κίνδυνο για έξι διαφορετικά είδη φυσικών καταστροφών: κυκλώνες, ξηρασία, πλημμύρες, σεισμούς, ηφαιστειακές εκρήξεις και κατακρημνίσματα (βροχοπτώσεις, χιονοπτώσεις, χαλαζοπτώσεις).

Αποδείχθηκε ότι η πλέον επικίνδυνη περιοχή να ζει κανείς είναι η Ταϊβάν. Εκεί, 17 εκατομμύρια άνθρωποι ή το 73% του συνολικού πληθυσμού της χώρας κινδυνεύουν τουλάχιστον από τρία είδη φυσικών καταστροφών. Ειδικότερα, οι κυκλώνες, οι σεισμοί και οι πλημμύρες είναι στην Ταϊβάν συνηθισμένα φαινόμενα.

Περίπου το 1/5 της επιφάνειας της Γης απειλείται μονίμως από τουλάχιστον μία φυσική καταστροφή, και στην έκταση αυτή ζουν πάνω από τους μισούς κατοίκους του πλανήτη. Σύμφωνα με μια έκθεση του ΟΗΕ, περίπου 1,8 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν πεθάνει λόγω φυσικών καταστροφών κατά τα τελευταία 20 χρόνια. Κατά μέσο όρο, πρόκειται για 247 θανάτους την ημέρα.

Οι επιστήμονες δε μελέτησαν μόνο τον κίνδυνο απώλειας ανθρώπινων ζωών, αλλά χαρτογράφησαν επίσης και το οικονομικό κόστος που επιφέρουν οι καταστροφές. Ο χάρτης αυτός δείχνει ότι η οικονομία πολλών ευρωπαϊκών χωρών κινδυνεύει από τις επιπτώσεις καταστροφών από πλημμύρες και ξηρασία, ή και τα δύο.

Γιατί επαναλαμβάνονται κάποια όνειρα συνεχώς;

Ονειρεύομαι συχνά ότι τρέχω, πηδάω και πετάω πάντα το ίδιο πράγμα. Γιατί;

Σύμφωνα με τους ψυχολόγους, τα επαναλαμβανόμενα όνειρα μας μεταφέρουν, κατά κανόνα, κάποιο επείγον μήνυμα. Επειδή, όμως, μπορεί να είναι δυσάρεστο ή, γενικότερα, κάτι που αποφεύγουμε ή αδυνατούμε να συνειδητοποιήσουμε από μόνοι μας, το μήνυμα παρουσιάζεται στο υποσυνείδητό μας με συμβολική μορφή. Το τρέξιμο συχνά ερμηνεύεται ως επιθυμία φυγής από κάτι στη ζωή μας, ενώ η πτήση μπορεί να σχετίζεται με την επιθυμία της εποπτείας. Ωστόσο, οι ερμηνείες διαφέρουν κατά περίπτωση.

Τα επαναλαμβανόμενα όνειρα όπου κανείς πετάει είναι πολύ συνηθισμένα. Το ίδιο ισχύει και για εκείνα όπου τριγυρίζει γυμνός, χάνει δόντια ή κάποιος πεθαίνει.

Pages:« Prev12...31323334353637...4041Next »