ΡΩΤΗΣΤΕ ΜΑΣ
Είναι επικίνδυνη η αναπνοή ενός καπνιστή;
Το παθητικό κάπνισμα είναι επικίνδυνο, αλλά μήπως πρέπει να αποφεύγουμε την αναπνοή ενός καπνιστή ακόμη κι όταν δεν καπνίζει;
Ως παθητικό κάπνισμα εκλαμβάνεται η εισπνοή τόσο του καπνού ενός τσιγάρου που καίγεται όσο και του καπνού που εκπνέει ένας καπνιστής. Ακόμη κι όταν σβήσει το τσιγάρο του, ένας καπνιστής συνεχίζει να εκπνέει ουσίες βλαβερές για την υγεία μας. Μελέτες έδειξαν ότι χρειάζεται να περάσει ενάμισι λεπτό μέχρις ότου η ποσότητα των μικροσωματιδίων (μεγέθους 0,3-1 μικρομέτρου) πέσει στα φυσιολογικά επίπεδα, ενώ χρειάζεται να περάσουν περίπου τρία λεπτά προτού εξαφανιστούν οι οργανικές πτητικές ουσίες, όπως για παράδειγμα το βενζόλιο. Στην πράξη, ο κίνδυνος από τη στιγμή που ο καπνιστής θα σβήσει το τσιγάρο του μειώνεται γρήγορα.
Ωστόσο, για τα ιδιαιτέρως ευαίσθητα άτομα, ακόμη και μικρές ποσότητες βλαβερών ουσιών μπορεί να συνιστούν πρόβλημα. Σε μέρη με κακό εξαερισμό, για παράδειγμα σε μικρά θέατρα ή κινηματογράφους, όπου πολλοί άνθρωποι βγαίνουν στο φουαγέ για να καπνίσουν και αμέσως μετά επιστρέφουν στις θέσεις τους, ενδέχεται η ποσότητα των βλαβερών σωματιδίων εντός της αίθουσας από την ανάσα των καπνιστών να είναι τόσο μεγάλη, ώστε να θέτει σε κίνδυνο τα άτομα που τα εισπνέουν. Το πρόβλημα όμως λύνεται εύκολα: αρκεί οι καπνιστές να περιμένουν τρία λεπτά πριν μπουν και πάλι μέσα.
Ποιος ανακάλυψε πρώτος απολίθωμα δεινοσαύρου;
Πότε βρέθηκε το πρώτο απολίθωμα δεινοσαύρου και από ποιον;
Δε γνωρίζουμε με σιγουριά πότε βρέθηκε το πρώτο απολίθωμα δεινοσαύρου. Είναι πιθανό οι Ινδιάνοι να είχαν βρει απολιθώματα που, εξαιτίας των καιρικών συνθηκών και των ανέμων, είχαν βγει στην επιφάνεια, στις άνυδρες περιοχές της Βόρειας Αμερικής που είναι γνωστές ως Badlands. Σε αυτές τις περιοχές, οι παλαιοντολόγοι έχουν φέρει στο φως σημαντικά ευρήματα από τα τέλη του 19ου αιώνα. Είναι επίσης πιθανό στην Κίνα να μάζευαν απολιθώματα δεινοσαύρων και να τα πουλούσαν σαν δόντια ή οστά δράκων, κάτι που άλλωστε έκαναν και με νεότερα απολιθώματα διαφόρων –αφανισμένων σήμερα– θηλαστικών. Η παλιότερη επιβεβαιωμένη εύρεση οστού δεινοσαύρου αναφέρεται σε ένα βιβλίο του 1676, με θέμα τη φυσική ιστορία του Oxfordshire, μόνο που τότε δε γνώριζαν περί τίνος επρόκειτο. Στο βιβλίο ο Robert Plot περιγράφει ένα υπερμέγεθες οστό, που είχε βρει σε ένα λατομείο. Πίστευε ότι ήταν το κάτω τμήμα του μηριαίου οστού ενός μεγάλου ζώου, για παράδειγμα ενός ελέφαντα, ή –και αυτό το θεωρούσε πιθανότερο– ενός γίγαντα.
Το 1763 o φυσιοδίφης Richard Brookes μελέτησε προσεκτικότερα το εύρημα και το βάφτισε Scrotum humanum. Υπέθεσε ότι ήταν οι απολιθωμένοι όρχεις ενός γίγαντα. Αργότερα το εύρημα εξαφανίστηκε, αλλά από διάφορα σχέδιά του που έχουν σωθεί φαίνεται ότι όντως θύμιζε ένα ζεύγος γιγάντιων όρχεων.
Ο όρος «δεινόσαυρος» εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1841, με βάση τα συμπεράσματα που είχαν προκύψει από τη μελέτη απολιθωμάτων του Megalosaurus και του Iguanodon, τα οποία είχαν ανακαλυφθεί τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Το 1871, ο John Philips διατύπωσε την άποψη ότι οι γιγάντιοι όρχεις του σπηλαίου ήταν μάλλον το κάτω τμήμα ενός μηριαίου οστού ενός Megalosaurus. Οι δύο στρογγυλές απολήξεις δεν ήταν επομένως υπολείμματα ενός γεννητικού οργάνου, αλλά ένα τμήμα από άρθρωση ποδιού ενός σαρκοφάγου δεινοσαύρου, που έζησε ίσως πριν από 150 εκατομμύρια χρόνια.
Πώς μετράται η ενέργεια των τροφίμων;
Πώς μετράται η ενέργεια στα τρόφιμα; Τι σημαίνει για παράδειγμα ότι 100 γραμμάρια γάλα light περιέχουν 190 kJ ενέργειας; [Άννα Θεοδοσίου, Πειραιάς]
Η τιμή της ενέργειας των τροφίμων μετράται με την καύση δείγματός τους σε ένα αδιαβατικό θερμιδόμετρο καύσης, όπως λέγεται. Αυτό το όργανο αποτελείται από ένα δοχείο που γεμίζει με νερό και ένα θαλαμίσκο. Το δείγμα του οποίου επιθυμούμε να μετρήσουμε την ενέργεια τοποθετείται στο θαλαμίσκο και κατόπιν αυτός γεμίζει με καθαρό οξυγόνο, κλείνει αεροστεγώς και βυθίζεται μέσα στο δοχείο με το νερό. Με τη βοήθεια ηλεκτροδίων, το δείγμα αναφλέγεται. Τα συστατικά του καίγονται πλήρως, και το μόνο που απομένει είναι νερό και διοξείδιο του άνθρακα. Η καύση μάς δίνει μια αύξηση θερμοκρασίας που μπορεί να μετρηθεί στο νερό του δοχείου. Η άνοδος της θερμοκρασίας του νερού εκφράζει άμεσα την τιμή καύσης του δείγματος και κατ’ επέκταση την ενέργεια που περιέχει το συγκεκριμένο φαγώσιμο.
Αυτή η διαδικασία αντιστοιχεί ουσιαστικά στη διαδικασία μεταβολισμού της τροφής από το σώμα μας. Στο σώμα μας η καύση γίνεται αποκλειστικά με τη βοήθεια ενζύμων, το αποτέλεσμα ωστόσο είναι το ίδιο: ενέργεια, διοξείδιο του άνθρακα, νερό και ορισμένα μη διαλυτά συστατικά, όπως για παράδειγμα ίνες, που αποβάλλονται με την αφόδευση. Τα μη διαλυτά συστατικά αντιστοιχούν περίπου στο 15% της συνολικής ενέργειας που εμπεριέχεται στην τροφή.
Γιατί έχουμε καστανά ή γαλανά μάτια;
Πώς γίνεται και οι άνθρωποι δεν έχουν, π.χ., κόκκινα, κίτρινα ή πορτοκαλί μάτια;
Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε καστανά, γαλάζια, και πιο σπάνια πράσινα ή γκρίζα μάτια, ενώ τα πουλιά συχνά έχουν και κόκκινα, κίτρινα ή λευκά μάτια. Ο λόγος γι’ αυτή την περιορισμένη χρωματική ποικιλία των ματιών μας είναι ότι η ίριδά μας διαθέτει περιορισμένη γκάμα χρωστικών, ενώ άλλα ζωικά είδη έχουν πολλών ειδών χρωστικές στα μάτια τους. Η σημαντικότερη χρωστική ουσία στο ανθρώπινο μάτι είναι η μαύρη μελανίνη, που μας δίνει τα καστανά μάτια. Στα γαλανά μάτια, η ίριδα έχει μικρές ποσότητες μελανίνης και το γαλανό εμφανίζεται επειδή το μάτι απορροφά ορισμένα μήκη κύματος φωτός και ανακλά τα υπόλοιπα. Όταν τα μάτια είναι πράσινα, αυτό δεν οφείλεται σε κάποια πράσινη χρωστική, αλλά σε μια μέτρια ποσότητα μελανίνης. Αν κοιτάξουμε προσεκτικά ένα πράσινο μάτι, μοιάζει με γαλανό που η ίριδά του έχει στίγματα σκουρόχρωμης μελανίνης.
Γιατί η ταχύτητα πιέζει το πλοίο προς τα κάτω;
Αληθεύει ότι τα μεγάλα πλοία βυθίζονται ελαφρώς όταν αναπτύσσουν υψηλή ταχύτητα;
Όταν τα μεγάλα πλοία πλέουν σε σχετικά μικρά βάθη και οι μηχανές τους δουλεύουν στο φουλ, κατά κάποιο τρόπο τα «τραβά» ο βυθός. Αυτού του είδους η βύθιση οφείλεται στο λεγόμενο «φαινόμενο Βεντούρι». Το νερό κάτω από το πλοίο συμπιέζεται και ρέει ταχύτερα από το κανονικό. Όταν η ταχύτητα του νερού αυξάνεται, η πίεση πέφτει και το σκάφος βυθίζεται ελαφρώς.
Στο φαινόμενο αυτό σημαντικό ρόλο παίζουν το βάθος της θάλασσας και η ταχύτητα του πλοίου. Το φαινόμενο μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να είναι επικίνδυνο ή ωφέλιμο. Αρκετά πλοία έχουν υποστεί ζημιές επειδή οι πλοίαρχοι δεν το πήραν υπ’ όψη τους. Αυτό, για παράδειγμα, συνέβη το 1992 με το περίφημο κρουαζιερόπλοιο Queen Elizabeth II. Από την άλλη, το φαινόμενο διευκολύνει τη διέλευση πλοίων κάτω από γέφυρες, όπως συνέβη όταν το μεγάλο κρουαζιερόπλοιο Liberty of the Seas πέρασε κάτω από τη γέφυρα του Great Belt στη Δανία. Ο καπετάνιος και ο πλοηγός επέλεξαν το πλοίο να περάσει από κάτω με τη μέγιστη ταχύτητα. Το πλοίο βυθίστηκε ελαφρώς, τόσο όσο χρειαζόταν για να αυξηθεί η απόσταση ανάμεσα στο άκρο του καταρτιού του πλοίου και το κάτω μέρος του καταστρώματος της γέφυρας.
Τα αγωνιστικά σκάφη, σε μεγάλες ταχύτητες, σηκώνονται στον αέρα αντί να βυθίζονται, αλλά αυτό οφείλεται στο κύτος τους, που είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό των μεγάλων πλοίων. Τα ταχύπλοα έχουν αεροδυναμικό σκαρί, που είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να τα σηκώνει από το νερό και, σε πολύ υψηλές ταχύτητες, να τα κάνει σχεδόν να γλιστρούν στην επιφάνεια.
Τι είναι η φωτιά και οι φλόγες;
Από τι αποτελείται τελικά η φωτιά και γιατί οι φλόγες είναι κόκκινες;
Η φωτιά, με βάση τη θερμότητα που εκπέμπει και την όψη της, θα μπορούσε να εμπίπτει στην κατηγορία «ύλη», και είναι απολύτως κατανοητό γιατί οι αρχαίοι Έλληνες φυσικοί φιλόσοφοι θεωρούσαν τη φωτιά ένα «στοιχείο», ακριβώς όπως τον αέρα, το νερό και τη γη. Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι κάτι ήξεραν όταν συμπεριλάμβαναν τη φωτιά στα ελαφριά στοιχεία, καθώς η φωτιά δεν είναι τίποτε περισσότερο από πυρακτωμένα αέρια.
Η φλόγα ενός κεριού από στεαρίνη δεν είναι παρά στεαρίνη που καίγεται και εξατμίζεται, ενώ η φωτιά στην ξυλόσομπα αποτελείται από τα αέρια που απελευθερώνονται από την καύση του ξύλου. Το χρώμα της φωτιάς εξαρτάται από τη θερμοκρασία που αναπτύσσεται κατά την καύση. Όσο πιο υψηλή είναι η θερμοκρασία, τόσο πιο κοντά στο μπλε ή στο ιώδες είναι οι φλόγες. Οι χαμηλής έντασης φωτιές είναι συνήθως κόκκινες. Παρ’ όλο που η φλόγα ενός κεριού στεαρίνης έχει θερμοκρασία χιλιάδων βαθμών, μπορούμε, όπως είναι γνωστό στους περισσότερους, να περάσουμε γρήγορα το χέρι μας από πάνω της χωρίς να αισθανθούμε πόνο. Αυτό συμβαίνει γιατί η φωτιά αποτελείται από θερμά αέρια, και επομένως πρόκειται για ενέργεια σε αραιωμένη, θα λέγαμε, μορφή.
Γιατί τα ζώα της στεριάς μίκρυναν;
Γιατί πολλά από τα χερσαία ζώα των προϊστορικών χρόνων –και όχι μόνο οι δεινόσαυροι– ήταν τόσο μεγάλα;
Εκτός από τους δεινοσαύρους, που εξαφανίστηκαν πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια περίπου, υπήρχαν στο απώτερο παρελθόν πολλά χερσαία ζώα με γιγαντιαίες διαστάσεις. Πολλές ομάδες ζώων αντιπροσωπεύονταν από γίγαντες, κατά πολύ μεγαλύτερους από τα σημερινά συγγενικά τους είδη. Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να αναφέρουμε το βραδύποδα Megatherium, που έφτανε και τα 6 μέτρα μήκος και βάδιζε αργά στις καταπράσινες πεδιάδες της Νότιας Αμερικής, μέχρι και πριν από 11.000 χρόνια· ή ακόμη μια τεράστια αρκούδα, την Arctodus simus, που με βάρος περίπου έναν τόνο ήταν το μεγαλύτερο χερσαίο σαρκοβόρο θηλαστικό της ίδιας περιόδου.
Πάντως, το μεγαλύτερο σαρκοφάγο θηλαστικό που υπήρξε ποτέ ήταν ένα ζώο που έμοιαζε με λύκο, το Andrewsarchus mongoliensis, που έζησε πριν από 40 εκατομμύρια χρόνια. Από τους κροκόδειλους, αξίζει να αναφέρουμε τον Deinosuchus, που ήταν τρομακτικός, όπως υποδηλώνει και το πρώτο συνθετικό «δεινός», που μοιράζεται με τους δεινοσαύρους. Έφτανε σε μήκος τα 11 μέτρα, ενώ μόνο το κρανίο του ήταν 2 μέτρα μακρύ.
Οι ζωολόγοι ονομάζουν αυτό το φαινόμενο, δηλαδή το να γίνονται ορισμένα είδη ασυνήθιστα μεγαλόσωμα, γιγαντισμό. Δε γνωρίζουμε ακριβώς για ποιο λόγο και κάτω από ποιες συνθήκες εμφανίζεται το φαινόμενο, αλλά ο γιγαντισμός ενδεχομένως είναι μια τάση ορισμένων ειδών να απαλλαγούν από την απειλή των σαρκοφάγων θηρευτών τους. Οι ελέφαντες, για παράδειγμα, είναι τόσο μεγάλοι, που μόνο τα μικρά και αδύναμα άτομα του είδους κινδυνεύουν από τα σαρκοβόρα, π.χ. από τα λιοντάρια. Τα φυτοφάγα μπορούν να εξελιχθούν σε γίγαντες μόνο αν ζουν σε περιοχές με πλούσια και εύκολα προσβάσιμη χλωρίδα. Όσο πιο μεγάλα γίνονται τα φυτοφάγα τόσο περισσότερο τα ακολουθούν στο γιγαντισμό και τα σαρκοφάγα.
Αν και τα γιγαντιαία ζώα έχουν πολλά πλεονεκτήματα, είναι μάλλον ευάλωτα στις περιβαλλοντικές αλλαγές. Όταν η βλάστηση λιγοστεύει, τα μεγαλόσωμα φυτοφάγα δυσκολεύονται να επιβιώσουν. Και αν αφανίζονται αυτά, τότε αφανίζονται και τα μεγαλόσωμα σαρκοφάγα, αφού θα πρέπει να ξοδεύουν πολλή ενέργεια για να αιχμαλωτίζουν πολλά μικρά ζώα. Προς το τέλος της τελευταίας εποχής των παγετώνων, πριν από 10.000 με 12.000 χρόνια, πολλά μεγάλα ζώα εξαφανίστηκαν, μεταξύ άλλων τα μαμούθ, τα γιγαντιαία ελάφια και οι γιγαντιαίοι βραδύποδες. Πολλοί ζωολόγοι υποστηρίζουν ότι ο αφανισμός αυτών των ζώων ήταν αποτέλεσμα της συστηματικής θήρευσής τους από τον άνθρωπο σε συνδυασμό και με τις κλιματικές αλλαγές.
Καταστρέφονται τα διαστημόπλοια από συγκρούσεις με σωματίδια;
Γιατί τα διαστημόπλοια δε συγκρούονται και δεν καταστρέφονται από διαστημικά σωματίδια που κινούνται με μεγάλες ταχύτητες;
Διάφορα σωματίδια πέφτουν συνεχώς πάνω σε διαστημόπλοια και σε δορυφόρους στο διάστημα. Ευτυχώς, όμως, τα σωματίδια αυτά είναι κατά κανόνα τόσο μικρά, που δεν προξενούν ζημιές, παρ’ όλο που ταξιδεύουν με ταχύτητες πολλών χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο. Τα διαστημόπλοια διαθέτουν μια ασπίδα που τα προστατεύει από προσκρούσεις αντικειμένων με διάμετρο έως και ένα εκατοστό. Η πιθανότητα να προσκρούσει σε ένα διαστημόπλοιο αντικείμενο μεγαλύτερων διαστάσεων είναι μικρή, καθώς στο διάστημα οι αποστάσεις ανάμεσα στα ογκώδη αντικείμενα που θα συνιστούσαν κίνδυνο είναι πολύ μεγάλες.
Με άλλα λόγια, οι πιθανότητες πρόσκρουσης ενός αντικειμένου του διαστήματος μειώνονται δραστικά όσο πιο μεγάλος είναι ο όγκος του. Έχει υπολογιστεί ότι σε ολόκληρη τη Γη πέφτουν κάθε μέρα μόλις 1-10 ουράνια σώματα μεγέθους γροθιάς. Δεν είναι πολλά, αν λάβουμε υπόψη μας ότι η επιφάνεια της Γης είναι περίπου 510 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το ότι οι διαστημικές υπηρεσίες δε λαμβάνουν και τόσο σοβαρά υπόψη τους τον κίνδυνο πρόσκρουσης σωματιδίων σε διαστημόπλοια έχει να κάνει αποκλειστικά με τέτοιους στατιστικούς υπολογισμούς.
Αν παρ’ όλα αυτά μια πέτρα μεγέθους γροθιάς προσκρούσει σε ένα διαστημικό σκάφος, οι συνέπειες θα είναι δραματικές. Εξαιτίας της μεγάλης ταχύτητάς της, η πέτρα θα έχει κινητική ενέργεια αντίστοιχη με αυτή που περικλείουν περίπου 100 κιλά εκρηκτικής ύλης. Ακόμη και μια μικρότερη πέτρα θα προκαλούσε μεγάλη καταστροφή. Η ύπαρξη τέτοιων μικρών αντικειμένων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συγκεκριμένη περιοχή του ηλιακού συστήματος. Έξω από το ηλιακό μας σύστημα, στο μεσοαστρικό χώρο, το διάστημα είναι σχεδόν εντελώς κενό. Ακόμη και σε περιοχές του ηλιακού μας συστήματος με μεγάλη πυκνότητα σε τέτοια αντικείμενα, όπως η ζώνη των αστεροειδών, υπάρχει αφάνταστα πολύς χώρος για να ταξιδέψει ένα διαστημόπλοιο, επομένως ακόμη κι εδώ οι πιθανότητες για μια σύγκρουση είναι στατιστικά αμελητέες.
Πώς λειτουργεί ένας φακός χωρίς μπαταρία;
Έχω ένα φακό που ανάβει μόλις στρίψω μια λαβή και φωτίζει για μισή ώρα. Πώς λειτουργεί;
Ουσιαστικά πρόκειται για ένα μικρό εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας. Στο εσωτερικό του φακού η λαβή συνδέεται με ένα μαγνήτη, ο οποίος περιστρέφεται σε σχέση με ένα πηνίο. Με τη βοήθεια αυτής της απλής γεννήτριας, η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε ηλεκτρική. Το ρεύμα αξιοποιείται για τη φόρτιση μιας μπαταρίας, που κάνει το λαμπάκι του φακού να φωτίζει.
Άλλους φακούς αρκεί να τους κουνήσουμε για 30 δευτερόλεπτα και θα μας δώσουν φως για πέντε λεπτά. Σε αυτούς τους φακούς κουνάμε μια μαγνητική στήλη έναντι ενός σταθερού πηνίου, και έτσι παράγεται ηλεκτρικό ρεύμα με επαγωγή.
Σε τέτοιους φακούς χρησιμοποιούνται συνήθως φωτοδίοδοι εκπομπής (LED) ως πηγή φωτός, γιατί, πρώτον, δεν απαιτούν τόσο υψηλή τάση για να φωτίσουν και, δεύτερον, επειδή ακόμη και με μικρή ποσότητα ενέργειας παράγουν πολύ φως. Στους συνηθισμένους λαμπτήρες μόλις το 5% της ενέργειας μετατρέπεται σε φως, ενώ το αντίστοιχο για τις φωτοδιόδους εκπομπής είναι 70%.
Οι φωτοδίοδοι εκπομπής έχουν επίσης το πλεονέκτημα ότι είναι πιο ανθεκτικοί στα χτυπήματα απ’ ό,τι οι συνηθισμένοι λαμπτήρες με νήμα πυρακτώσεως.
Υπάρχουν όμως και άλλες συσκευές που φορτίζουν με αυτό τον απλό τρόπο, όπως ραδιόφωνα και κινητά τηλέφωνα. Έχουν επίσης κατασκευαστεί και φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές για τις χώρες του τρίτου κόσμου που φορτίζουν με μανιβέλα. Τέτοιου είδους συσκευές είναι κατάλληλες για περιοχές όπου η ηλεκτροδότηση είτε δεν είναι συνεχής είτε δεν υπάρχει καν.
Πώς λειτουργεί το τεφλόν;
Γιατί δεν κολλάνε τα φαγητά στο τηγάνι από τεφλόν; Από τι είναι φτιαγμένο το τεφλόν και πώς εφάπτεται στο τηγάνι;
Τεφλόν είναι η εμπορική ονομασία μιας σειράς πολυμερών προϊόντων, που κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι περιέχουν, εκτός από άνθρακα, και το χημικό στοιχείο φθόριο. Στις μακριές ανθρακικές αλυσίδες του τεφλόν, οι χημικοί δεσμοί των ατόμων του άνθρακα με τα άτομα του φθορίου είναι τόσο ισχυροί, που το υλικό είναι σχεδόν αδιάσπαστο και αδρανές έναντι ενός πλήθους χημικών ενώσεων. Επιπλέον, το τεφλόν είναι ένα εξαιρετικά ολισθηρό υλικό.
Το ανθεκτικό τεφλόν έχει πάρα πολλές πρακτικές εφαρμογές. Το υλικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως λιπαντικό, ως προστατευτικό υλικό σε διάφορες επιφάνειες, ακόμη και σε υαλοκαθαριστήρες αυτοκινήτων που γλιστράνε εύκολα πάνω στο παρμπρίζ. Έχει γίνει όμως ευρέως γνωστό κυρίως από τα τηγάνια και άλλα σκεύη μαγειρικής, των οποίων την επιφάνεια κάνει αντικολλητική και εύκολα καθαριζόμενη. Το τεφλόν που χρησιμοποιείται ως επίστρωση τηγανιών ονομάζεται PTFE (πολυτετραφθοροαιθυλένιο) και είναι τόσο ολισθηρό, που τα φαγητά δεν κολλάνε πάνω του, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να απαιτείται και λιγότερο λάδι ή βούτυρο στο τηγάνισμα. Το πρώτο τηγάνι με τεφλόν εμφανίστηκε στην αγορά το 1954, 16 χρόνια μετά την τυχαία ανακάλυψη του υλικού από έναν ερευνητή της εταιρείας DuPont.
Ακριβώς επειδή το υλικό είναι χημικά αδρανές, είναι επίσης δύσκολο να κολλήσει στο μέταλλο του τηγανιού. Για να κολλήσει το τεφλόν, πρέπει πρώτα το τηγάνι να περάσει από μια επεξεργασία με την οποία η επιφάνειά του γίνεται τραχιά. Στη συνέχεια, το τηγάνι ψεκάζεται με ένα ειδικό υλικό που σχηματίζει μια λεπτή επίστρωση, και τέλος, ψεκάζεται επιφανειακά με τεφλόν σε πολύ υψηλή θερμοκρασία. Κι αυτό γιατί το τεφλόν είναι πιο εύχρηστο όταν προσεγγίζει το σημείο τήξης του –327 βαθμοί Κελσίου–, και μόνο σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες μπορεί να κολλήσει στο μέταλλο του τηγανιού.
Το τεφλόν θεωρούνταν για πολύ καιρό το πιο ολισθηρό υλικό στον κόσμο, αλλά πρόσφατα ερευνητές των εργαστηρίων Argonne των ΗΠΑ κατασκεύασαν ένα υλικό από ίνες άνθρακα που είναι πολύ πιο ολισθηρό από το τεφλόν.