ΡΩΤΗΣΤΕ ΜΑΣ
Πώς το ουράνιο τόξο παίρνει αυτό το όμορφο καμπυλωτό σχήμα;
Σε ένα ουράνιο τόξο οι ηλιακές ακτίνες συναντούν τα σταγονίδια της βροχής, που διαθλούν το φως και το αναπέμπουν σε γωνία περίπου 40º σε σχέση με το φως που προσπίπτει σε αυτά. Για να είναι ορατό το ανακλώμενο φως, πρέπει η γωνία ανάμεσα στις ακτίνες του ήλιου και μιας νοητής ευθείας που σχηματίζεται από τα σταγονίδια της βροχής προς τη μεριά του παρατηρητή να είναι 40º. Αυτό ισχύει μόνο για σταγονίδια που για τον παρατηρητή βρίσκονται σε τόξο, όταν στέκεται με την πλάτη στον ήλιο. Η θέση επομένως ενός ουράνιου τόξου εξαρτάται από το σημείο που βρισκόμαστε. Δύο άτομα που βρίσκονται δίπλα δίπλα δεν βλέπουν το ουράνιο τόξο στην ίδια ακριβώς θέση.
Τα χρώματα του ουράνιου τόξου προκύπτουν ως εξής: το λευκό φως του ήλιου, εισερχόμενο μέσα σε μια σταγόνα νερού, διαθλάται, κατόπιν ανακλάται στο πίσω μέρος της σταγόνας και στη συνέχεια διαθλάται εκ νέου καθώς εξέρχεται από τη σταγόνα. Το αποτέλεσμα είναι μέρος από το εισερχόμενο φως του ήλιου να ανακλάται προς τα πίσω σε διαφορετικές γωνίες. Γι’ αυτό και το αρχικά λευκό φως αναλύεται στα διάφορα χρώματα που το συνθέτουν, δηλαδή στο φάσμα του.
Στα βραχύτερα μήκη κύματος, κοντά στα ιώδη και μπλε χρώματα, η ανάλυση είναι ισχυρότερη απ’ ό,τι στα μακρύτερα μήκη κύματος, όπως στα κόκκινα και τα κίτρινα. Η γωνία κυμαίνεται από 40,6º για το βιολετί φως έως 42,3º για το κόκκινο, ενώ τα υπόλοιπα χρώματα κατανέμονται μέσα στο φάσμα.
Η συνηθισμένη σε όλους μας ίριδα ονομάζεται επίσης πρωτογενές ουράνιο τόξο. Κι αυτό καθώς πολλές φορές είναι ορατό και ένα δευτερογενές τόξο, με χρώματα ανεστραμμένα και λιγότερο έντονα. Το πρωτογενές ουράνιο τόξο προκύπτει ύστερα από δύο διαθλάσεις και μια ανάκλαση μέσα σε κάθε μεμονωμένο σταγονίδιο βροχής ενώ το δευτερογενές κατόπιν δύο διαθλάσεων και δύο ανακλάσεων, με αποτέλεσμα να μην είναι τόσο έντονο. Η γωνία του δευτερογενούς ουράνιου τόξου κυμαίνεται στις 50,7-53,6º.
Πότε ανακαλύφθηκε η οδοντόβουρτσα;
Το πρώτο εργαλείο φροντίδας των δοντιών έχει ηλικία 5.500 χιλιάδων χρόνων. Οι πρώτοι που μερίμνησαν για την υγιεινή των δοντιών τους ήταν οι Βαβυλώνιοι και οι Αιγύπτιοι, που χρησιμοποιούσαν υγρή σκλήθρα για να τα τρίβουν.
Γύρω στο 1600 π.Χ. οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ένα ξυλαράκι από αρωματικό δέντρο, το οποίο μασούσαν. Αυτό καθάριζε τα δόντια, φρεσκάροντας παράλληλα την αναπνοή. Στα μέσα του 16ου αιώνα οι Κινέζοι έκαναν ένα βήμα παραπέρα, στερεώνοντας τις σκληρές τρίχες από το σβέρκο των γουρουνιών σε μια λαβή από κόκαλο ή μπαμπού. Η ανακάλυψη αυτή διαδόθηκε ταχύτατα στην Ευρώπη. Έτσι έχουμε αναφορές του 1560 από τη Γαλλία για χοντροφτιαγμένες οδοντόβουρτσες με καμπυλωτή κεφαλή.
Οι Ευρωπαίοι ωστόσο επέλεγαν αντί για γουρουνότριχες, τις μαλακότερες αλογότριχες ή φτερά. Κατά το 18ο αιώνα το φινίρισμα τελειοποιήθηκε. Οι εύποροι συνήθιζαν πλέον να έχουν οδοντόβουρτσες με λαβές από χρυσό ή ελεφαντόδοντο, ενώ ο Άγγλος William Addis ήταν ο πρώτος που άρχισε γύρω στο 1780 να παράγει μαζικά οδοντόβουρτσες. Η λαβή τους ήταν οστέινη και στην άκρη βρισκόταν το βουρτσάκι με τις κολλημένες γουρουνότριχες ή αλογότριχες, που πρόβαλαν μέσα από τρυπίτσες.
Οι πρώτες πλαστικές οδοντόβουρτσες έκαναν, για πρώτη φορά, την εμφάνισή τους στην αγορά το 1938.
Γιατί αποδημούν τα πουλιά;
Αναρωτιέμαι γιατί το καλοκαίρι τα αποδημητικά πουλιά φεύγουν για το βορρά. Γιατί δεν παραμένουν στις θερμές χώρες;
Στα ταξίδια τους τα αποδημητικά πτηνά διανύουν πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα, όπως και πολλά άλλα ζώα στις ετήσιες περιπλανήσεις τους σε διάφορους τόπους, όπου οι πιθανότητες να αναπαραχθούν ή να βρουν τροφή είναι περισσότερες, ενώ και το κλίμα εκείνη την εποχή είναι ευνοϊκότερο.
Η πτητική ικανότητα, φυσικά, παρέχει στα πουλιά ιδιαίτερη κινητικότητα κι έτσι εκμεταλλεύονται τη διαδοχή των εποχών. Τα μεγαλύτερα ταξίδια είναι προνόμιο του αρκτικού γλαρονιού που τρέφεται, μεταξύ άλλων, και με μικρά ψάρια της θάλασσας. Ζευγαρώνει κατακαλόκαιρο στην Αρκτική και κατόπιν πετάει ως την άλλη πλευρά της Γης, την Ανταρκτική, για να βρει τροφή. Το συνολικό μήκος αυτού του ετήσιου ταξιδιού φτάνει τα 80.000 χλμ.
Τα αποδημητικά πουλιά που πετούν την άνοιξη ως τη Σκανδιναβία, τα χελιδόνια, για παράδειγμα, έχουν ξεχειμωνιάσει σε θερμότερες χώρες της Ευρώπης ή της Αφρικής και αποδημούν για να ζευγαρώσουν και να εκμεταλλευτούν το πλούσιο σε τροφή, από έντομα κυρίως, καλοκαίρι. Εκείνη την εποχή στις θερμές χώρες, όπου η ξηρασία είναι έντονη, η τροφή δεν αρκεί για να θρέψουν τους νεοσσούς τους. Προς το τέλος του καλοκαιριού ή το φθινόπωρο τα πουλιά αποδημούν νοτιότερα, αφού δεν θα μπορέσουν να βγάλουν το σκανδιναβικό χειμώνα.
Γενικά, θα λέγαμε ότι όσο μεγαλύτερες είναι οι θερμοκρασιακές διαφορές ανάμεσα στο καλοκαίρι και το χειμώνα, τόσο περισσότερα αποδημητικά πουλιά υπάρχουν στην περιοχή. Το ψαρόνι, για παράδειγμα, συχνά είναι αποδημητικό πτηνό στη Σκανδιναβία αλλά δεν είναι αποδημητικό στην Αγγλία, όπου οι χειμώνες είναι ηπιότεροι. Στις πολικές περιοχές, επομένως, όλα σχεδόν τα πουλιά είναι αποδημητικά, ενώ στα τροπικά δάση όλα σχεδόν τα πουλιά δεν αποδημούν, αφού η τροφή τους είναι εξασφαλισμένη.
Πώς διαβάζουμε ένα barcode;
Στο γραμμωτό κώδικα ενός προϊόντος εμπεριέχονται ένα σωρό πληροφορίες. Τι είδους πληροφορίες είναι αυτές;
Ο γραμμωτός κώδικας (barcode) πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και βασίζεται σε αυστηρές προδιαγραφές. Ένα από τα πλέον διαδεδομένα συστήματα είναι το ΕΑΝ-13. Αποτελείται από 13 ψηφία με τη μορφή ενός συνδυασμού γραμμών και διαστημάτων.
Στον κώδικα υπάρχουν ορισμένες γραμμές που είναι μακρύτερες από τις υπόλοιπες. Στην αρχή και το τέλος υπάρχουν οι γραμμές ορίων που επιτρέπουν σε ένα σαρωτή να προσδιορίσει πού αρχίζει και πού τελειώνει ο κώδικας. Οι δύο μεσαίες γραμμές χωρίζουν τον κώδικα σε δύο τμήματα ώστε να είναι εύκολη, αν χρειαστεί, η πληκτρολόγηση των 13 ψηφίων. Παράλληλα, είναι ευχερέστερη η αποκωδικοποίηση των δύο τμημάτων από το σαρωτή χωριστά, ανεξάρτητα από το αν το προϊόν είναι ανεστραμμένο ή όχι.
Τα δύο πρώτα ψηφία από τα 13 του γραμμωτού κώδικα είναι ο κωδικός της χώρας όπου είναι καταχωρημένος ο κατασκευαστής, όχι όμως απαραίτητα και της χώρας που κατασκευάστηκε το προϊόν. Η Σουηδία, για παράδειγμα, έχει κωδικό χώρας 73 και η Ελλάδα 52. Τα επόμενα πέντε ψηφία κωδικοποιούν τον παραγωγό ή τον εισαγωγέα ενώ τα επόμενα πέντε είναι ο αριθμός του προϊόντος που προσδιορίζεται από τον παραγωγό για τη διευκόλυνση παρακολούθησης της αποθήκης του και των πωλήσεών του.
Το τελευταίο ψηφίο του κώδικα είναι ψηφίο ελέγχου. Ο σαρωτής διαθέτει έναν τύπο που τον εφαρμόζει πάνω στα δώδεκα πρώτα ψηφία επιβεβαιώνοντας έτσι πως το αποτέλεσμα είναι ίδιο με το ψηφίο ελέγχου.
Τι σημαίνει για τη Γη η αργή περιστροφή της;
Αν η γη περιστρεφόταν τόσο αργά ώστε να βλέπει πάντα προς τον ήλιο η μία της πλευρά, θα υπήρχε ζωή στον πλανήτη μας και πώς θα ήταν το κλίμα;
Καταρχάς, προκειμένου ένας πλανήτης να στροβιλίζεται με αυτό τον τρόπο γύρω από το άστρο του, θα πρέπει να βρίσκεται πολύ πιο κοντά του απ’ ό,τι βρίσκεται η Γη στον Ήλιο. Είναι λοιπόν απίθανο να συμβεί κάτι τέτοιο στον πλανήτη μας. Αν, παρ’ όλα αυτά, η Γη έστρεφε την ίδια πάντα πλευρά της προς τον ήλιο ώστε μια περιστροφή να διαρκεί 365 μέρες, το μαγνητικό πεδίο της Γης, που μας προστατεύει από τις κοσμικές ακτίνες και την ακτινοβολία του Ήλιου, μάλλον θα εξαφανιζόταν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιβίωση της ζωής στον πλανήτη μας.
Στη σκοτεινή πλευρά, η συνεχής ακτινοβολία θα οδηγούσε σε χαμηλές θερμοκρασίες και πάγους. Στη φωτεινή πλευρά, αντίθετα, η ανυπόφορη κάψα του ήλιου θα τροφοδοτούσε με απίστευτη ενέργεια τη διαδικασία υπερθέρμανσης των θαλασσών, με αποτέλεσμα άγριες καταιγίδες και κυκλώνες. Όσο απομακρυνόμαστε από την περιοχή της Γης που βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον Ήλιο, ο Ήλιος θα φαίνεται χαμηλότερα στον ουρανό και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να διαμορφώνονται ζώνες στη Γη με σταδιακά χαμηλότερη θερμοκρασία από αυτήν που επικρατεί στον ισημερινό. Στη σκοτεινή πλευρά της Γης, αντίθετα, η θερμοκρασία θα πρέπει να είναι περίπου ομοιόμορφη. Αυτές οι θερμοκρασιακές διαφορές θα προκαλούσαν ένα καιρικό σύστημα που θα μετέφερε θερμότητα μακριά από τον ισημερινό. Επειδή όμως ο πλανήτης θα περιστρεφόταν τόσο αργά, η δύναμη Coriolis θα ήταν αμελητέα και δεν θα επηρέαζε τους ανέμους και τα καιρικά συστήματα όπως τα επηρεάζει τώρα.
Σήμερα, στο βόρειο ημισφαίριο, η γνωστή δύναμη Coriolis εκτρέπει την κίνηση του αέρα από ψηλό προς χαμηλό βαρομετρικό προς τα δεξιά. Αυτή είναι η βάση οποιασδήποτε κίνησης του καιρού πάνω στη Γη και χωρίς τη δύναμη Coriolis αυτή η αρχή της κίνησης μεταξύ ψηλού και χαμηλού βαρομετρικού θα άλλαζε ολοσχερώς.
Η σκοτεινή πλευρά της Γης θα ήταν παγωμένη
Αν η Γη έστρεφε προς τον ήλιο πάντα την ίδια πλευρά, στη σκοτεινή πλευρά θα είχαμε αιώνιους πάγους. Η ατμόσφαιρα της Γης, ωστόσο, θα κατένειμε τη θερμότητα σε μεγαλύτερα τμήματα του πλανήτη μας – και όσο θα υπήρχε ατμόσφαιρα θα υπήρχαν σίγουρα και μεγάλες περιοχές με εύκρατο κλίμα.
Πόσες μορφές ενέργειας υπάρχουν;
Ακούμε καθημερινά να γίνεται λόγος για μορφές ενέργειας. Τελικά πόσες υπάρχουν;
Η σύγχρονη τεχνολογία βασίζεται στο γεγονός πως η ενέργεια μπορεί να αλλάξει μορφή, όπως σε ένα ηλεκτρικό εργοστάσιο η χημική ενέργεια από την καύση του άνθρακα μετατρέπεται σε ηλεκτρική ενέργεια και ένα μέρος σε πλεονάζουσα θερμότητα. Φαίνεται πως υπάρχουν πολλές μορφές ενέργειας, αφού μιλάμε για χημική ενέργεια σε πετρέλαιο και βενζίνη, ηλεκτρική ενέργεια, αιολική ενέργεια, πυρηνική ενέργεια και ενέργεια ακτινοβολίας, αλλά, ουσιαστικά, υπάρχουν μόνο δύο μορφές ενέργειας: η κινητική και η δυναμική.
Κινητική ενέργεια είναι η ενέργεια που έχει ένα σώμα όταν κινείται και αναφέρεται στην ικανότητά του να παράγει έργο. Η κινητική ενέργεια αυξάνεται πολύ με την επιτάχυνση. Ένα αυτοκίνητο δηλαδή που τρέχει με 100 χλμ./ώρα έχει τέσσερις φορές περισσότερη κινητική ενέργεια σε σχέση με ένα αυτοκίνητο που τρέχει με 50 χλμ./ώρα.
Η αιολική ενέργεια είναι ένα απτό παράδειγμα κινητικής ενέργειας. Εκμεταλλευόμαστε την κίνηση του αέρα για να λειτουργήσουμε μια γεννήτρια που παράγει ρεύμα, αλλά το ηλεκτρικό ρεύμα είναι επίσης μια μορφή κινητικής ενέργειας καθώς πρόκειται για την κίνηση απίστευτου αριθμού ηλεκτρονίων μέσω του καλωδίου. Ακόμη και αν τα ηλεκτρόνια κινούνται αργά, το πλήθος τους είναι τέτοιο που μπορούν να μεταφέρουν ούτως ή άλλως μεγάλες ποσότητες ενέργειας. Όταν η ηλεκτρική ενέργεια φτάσει στο σπίτι μας, μετατρέπεται σε θερμότητα και φως.
Η θερμότητα είναι επίσης ένα παράδειγμα κινητικής ενέργειας. Στο θερμό αέρα τα μόρια κινούνται ταχύτατα και το άθροισμα των κινητικών ενεργειών των μορίων αποκαλείται θερμικό περιεχόμενο του αέρα. Τα φωτεινά κύματα αποτελούν επίσης μια μορφή κίνησης και το ίδιο ισχύει και για τα ηχητικά κύματα, που δεν είναι παρά ωστικά κύματα που διαχέονται στην ατμόσφαιρα.
Η δυναμική ενέργεια είναι συσσωρευμένη ενέργεια που περιμένει απλώς να απελευθερωθεί για να μετατραπεί σε άλλες μορφές ενέργειας. Η χημική ενέργεια είναι δυναμική ενέργεια που συσσωρεύεται σε χημικές ενώσεις μεταξύ ατόμων και μορίων. Όταν καίμε βενζίνη, πυροδοτείται μια αλληλουχία χημικών αντιδράσεων και οι ενώσεις μετατρέπονται σε θερμότητα, δηλαδή κινητική ενέργεια στα μόρια. Αντίστοιχα, και η πυρηνική ενέργεια είναι μια μορφή δυναμικής ενέργειας. Είναι δηλαδή η ενέργεια που είναι κλεισμένη στους πυρήνες των ατόμων λόγω της αλληλεπίδρασης των σωματιδίων που τα συνιστούν και απελευθερώνεται για παράδειγμα με τη σχάση ενός ατόμου ουρανίου. Το ίδιο συμβαίνει και στον ήλιο όταν διαδικασίες σύντηξης μετατρέπουν υδρογόνο σε ήλιο. Τα αποτελέσματα αυτών των διαδικασιών είναι εκ νέου θερμότητα και ακτινοβολία. Ένα κλασικό παράδειγμα δυναμικής ενέργειας είναι η ενέργεια ενός ελατηρίου σε διάταση ή συσπείρωση.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΟ ΜΟΡΦΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ
σε κάθε μορφή κίνησης σωματιδίων ή κυμάτων
* Αιολική ενέργεια (αέρας σε κίνηση)
* Ηλεκτρική ενέργεια (ηλεκτρόνια σε κίνηση)
* Θερμική ενέργεια (μόρια σε κίνηση)
* Φωτεινή ενέργεια (κύματα ή φωτόνια σε κίνηση)
* Ηχητική ενέργεια (ωστικά κύματα συνεπεία κίνησης μορίων)
ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ
συσσωρευμένη ενέργεια που περιμένει να απελευθερωθεί
* Ενέργεια ταλάντωσης (επιμηκυμένο ή συμπιεσμένο ελατήριο)
* Λανθάνουσα ενέργεια (στάσιμα νερά ή ορεινές λίμνες που αποτελούν μέρος υδροηλεκτρικών φραγμάτων)
* Χημική ενέργεια (καύση βενζίνης ή πετρελαίου, μπαταρίες)
* Πυρηνική ενέργεια (από σχάση ή/και σύντηξη πυρήνων)
Πόσο νερό μπορεί να πιει ένας ελέφαντας;
Έχω ακούσει πως ένας ελέφαντας πίνει μέχρι και 200 λίτρα νερό το 24ωρο. Είναι αλήθεια; Τι το θέλει τόσο νερό;
Χωρίς νερό δεν υπάρχει ζωή στη Γη. Το νερό είναι ο θεμέλιος λίθος κάθε κίνησης και αντίδρασης όλων των ζωντανών οργανισμών του πλανήτη μας. Στον οργανισμό των έμβιων όντων το νερό ανέρχεται, κατά κανόνα, σε τουλάχιστον 50%. Οι ιστοί αντέχουν ένα ποσοστό αφυδάτωσης, αλλά αν η απώλεια υγρών είναι πολύ μεγάλη αναστέλλονται οι βιοχημικές αντιδράσεις.
Τα χερσαία ζώα υποβάλλονται σε ιδιαίτερη δοκιμασία καθώς χάνουν υγρά, εκτός μέσω της ούρησης και της αφόδευσης, σχεδόν πάντα και μέσω της εφίδρωσης από το δέρμα και τους αεραγωγούς. Όσο η θερμοκρασία αυξάνει και η ξηρασία μεγαλώνει, τόσο πιο εντατική καθίσταται και η εφίδρωση.
Ωστόσο, τα ζώα αντικαθιστούν τα υγρά που χάνουν πίνοντας νερό και τρώγοντας τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε νερό. Τα περισσότερα, όταν υπερθερμαίνονται, υπόκεινται σε ακόμη μεγαλύτερη απώλεια υγρών, αφού χρησιμοποιούν το λαχάνιασμα ή τον ιδρώτα για να δροσιστούν.
Οι ελέφαντες είναι τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα. Και παρά το γεγονός πως το τεράστιο και κυλινδρικό σώμα τους έχει μικρή επιφάνεια σε σχέση με τον όγκο τους, υφίστανται μεγάλη απώλεια υγρών και μέσω της εφίδρωσης, καθώς ζουν σε πολύ υγρό και ξηρό περιβάλλον.
Ως εκ τούτου, οι ελέφαντες δεν αποκλείεται να πίνουν και 200 λίτρα νερό την ημέρα. Κατά κανόνα, ρουφούν με την προβοσκίδα τους 5-10 λίτρα νερό και μετά το αδειάζουν στο στόμα τους με επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Ένας διψασμένος ελέφαντας μπορεί να πιει μέχρι και 100 λίτρα μέσα σε λίγα λεπτά. Γενικά όμως τα τεράστια αυτά θηλαστικά συνηθίζουν να κατανέμουν σε δόσεις την ημερήσια ποσότητα που καταναλώνουν.
Κατά τ’ άλλα, οι ελέφαντες είναι πολύ εκλεκτικοί στην επιλογή του νερού που πίνουν. Όπως έχει διαπιστωθεί, προτιμούν λακκούβες νερό με υψηλή περιεκτικότητα σε άλατα, κυρίως νάτριο.
Οδεύουμε προς μια νέα εποχή των παγετώνων;
Η τελευταία εποχή των παγετώνων κορυφώθηκε πριν από περίπου 25.000 χρόνια. Ανάμεσα σε τέτοιες εποχές είχαμε μικρές αλλά σαφείς κλιματολογικές διακυμάνσεις. Τη δεκαετία του 1980, μέσω της διάτρησης πυρήνων πάγου, βρέθηκαν ενδείξεις περιοδικών διακυμάνσεων του κλίματος της Γης ανά 1.500 χρόνια. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε και με αναλύσεις κοραλλιογενών υφάλων και ιζημάτων πλαγκτόν στο θαλάσσιο πυθμένα.
Σύμφωνα με αυτό τον κλιματικό ρυθμό, ο πλανήτης μας αναμένεται να διέλθει την επόμενη εκατονταετία φάση υπερθέρμανσης. Η τελευταία ψυχρή περίοδος έληξε πριν από περίπου 300 χρόνια. Όπως προκύπτει από τα μοντέλα που έχουμε στη διάθεσή μας, ύστερα από 200 χρόνια υπερθέρμανσης η θερμοκρασία θα αρχίσει και πάλι να πέφτει. Επομένως, υπό αυτή την έννοια, οδεύουμε προς μια νέα εποχή των παγετώνων.
Μπορεί να αξιοποιηθεί η ενέργεια ενός κεραυνού;
Θα ήταν ευχής έργο αν μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε την ενέργεια ενός κεραυνού.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τεράστια ποσότητα ενέργειας, αφού η ένταση του ρεύματος μπορεί να φτάσει έως και 20.000 αμπέρ και η τάση αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια βολτ. Όταν πέφτει ένας κεραυνός, μεταφέρονται μεταξύ ουρανού και γης μέχρι και 10 gigajoule, αρκετά για να εκπέμπουν φως 10 λάμπες των 60W επί έξι μήνες.
Δυστυχώς, η ενέργεια που καταλήγει στο έδαφος είναι ελάχιστη. Η περισσότερη απελευθερώνεται στο δίαυλο του κεραυνού ανάμεσα στον ουρανό και τη γη. Ένας κεραυνός ανεβάζει τη θερμοκρασία του αέρα στους 15.000-30.000οC, δηλαδή πέντε φορές τη θερμοκρασία που επικρατεί στην επιφάνεια του Ήλιου. Αυτή ακριβώς η ασύλληπτη υπερθέρμανση καταβροχθίζει σχεδόν όλη την ενέργεια του κεραυνού. Απομένουν 10-100 megajoule, που μπορούν να κρατήσουν τις λάμπες των 60W αναμμένες για μία μόνο μέρα. Θεωρητικά λοιπόν μπορούμε να αξιοποιήσουμε την ενέργεια ενός κεραυνού. Πρόκειται όμως για μια οικονομικά ασύμφορη επένδυση.
Οι επιστήμονες πάντως το έχουν προσπαθήσει. Ένας τρόπος είναι να συνδέσουμε ένα μετασχηματιστή σε ένα αλεξικέραυνο. Όταν πέφτει ο κεραυνός, παράγεται ισχυρό ρεύμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάσπαση του θαλασσινού νερού σε οξυγόνο και υδρογόνο, που μπορούν στη συνέχεια να αποθηκευθούν ως καύσιμα. Το ζητούμενο όμως είναι να κατασκευαστεί ένας ηλεκτρικός εξοπλισμός που δεν θα υπόκειται σε βλάβες από τις πτώσεις κεραυνών.
Γεύση και όσφρηση έχουν συνεργική δράση;
Έχω ακούσει πως η γεύση είναι στενά συνδεδεμένη με την όσφρηση. Αληθεύει; Πώς ακριβώς γίνεται;
Με περισσότερους από 10.000 γευστικούς κάλυκες ισομερώς κατανεμημένους στην επιφάνεια της γλώσσας, τα ούλα και το εσωτερικό των παρειών, θα οδηγούμασταν εύλογα στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος είναι κατάλληλα εξοπλισμένος να αντιλαμβάνεται όλες τις γευστικές αποχρώσεις των τροφών. Όμως αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια.
Αν και οι γευστικοί κάλυκες είναι τόσο πολλοί, μας ενημερώνουν μόνο για τις πέντε βασικές γεύσεις: γλυκό, αλμυρό, πικρό, ξινό, ουμάμι (πικάντικο). Η τελευταία μελετήθηκε πρώτη φορά το 2000 και αναφέρεται στην ικανότητα της γευστικής αναγνώρισης των όξινων αλάτων. Επί της ουσίας όμως, το στοιχείο που δίνει στη γεύση μας τον τελικό τόνο είναι η αίσθηση της όσφρησης.
Η όσφρηση είναι τόσο σημαντική που το 80-90 % της «γεύσης» πηγάζει από αυτή.
Όταν μασάμε, απελευθερώνονται από το φαγητό ορισμένες αρωματικές ουσίες που εξατμίζονται ανεβαίνοντας προς τη μύτη μέσω της διόδου που ενώνει τη στοματική με τη ρινική κοιλότητα. Στη μύτη, οι αρωματικές ουσίες συνδέονται στους απειράριθμους οσφρητικούς υποδοχείς που βρίσκονται στα οσφρητικά κύτταρα στο επάνω μέρος των ρουθουνιών μας. Όταν η σύνδεση συντελεστεί, οι οσφρητικοί υποδοχείς αποστέλλουν τάχιστα ένα σήμα στο κέντρο γεύσης του εγκεφάλου. Εκεί τα σήματα όσφρησης αναμιγνύονται με τα σήματα γεύσης που καταφθάνουν από το στόμα. Η τελική γεύση που αντιλαμβανόμαστε παράγεται από μια μείξη τύπων των δύο αυτών σημάτων. Στην όλη διαδικασία πάντως τα σήματα από τη μύτη είναι πιο σημαντικά.
Το πόσο επηρεάζεται η γεύση από την όσφρηση το αισθανόμαστε όταν έχουμε συνάχι. Τότε τα οσφρητικά κύτταρα είναι καλυμμένα με ένα στρώμα βλέννας, με αποτέλεσμα η δίοδος μεταξύ μύτης και στόματος να φράσσεται παροδικά, περιορίζοντας τη γευστική απόλαυση. Επίσης, όταν το φαγητό είναι ζεστό, αντιδρούμε πιο άμεσα στα αρώματα. Κι αυτό επειδή το ζεστό φαγητό απελευθερώνει περισσότερα αρώματα απ’ ό,τι το κρύο. Όταν αυτές οι ουσίες φτάσουν στη μύτη, η γεύση γίνεται ευκολότερα αντιληπτή.
Η όσφρηση υποστηρίζει τη γεύση
Η γλώσσα και ο στοματικός βλεννογόνος καλύπτονται από γευστικούς κάλυκες. Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε γεύσεις. Ωστόσο, περιοριζόμαστε σε πέντε από αυτές. Την ειδοποιό διαφορά των λεπτών γευστικών αποχρώσεων μας τη διασφαλίζει η όσφρηση.
ΜΥΤΗ: Οι αρωματικές ουσίες συνδέονται με τους οσφρητικούς υποδοχείς της μύτης, που αποστέλλουν ένα σήμα στο κέντρο γεύσης του εγκεφάλου.
ΣΤΟΜΑ: Όταν μασάμε το φαγητό απελευθερώνονται αρωματικές ουσίες, που μέσω της διόδου στο πίσω μέρος της στοματικής κοιλότητας οδεύουν προς τη μύτη.
Οι γευστικοί κάλυκες μας επιτρέπουν να διακρίνουμε πέντε γεύσεις: ουμάμι, ξινό, πικρό, γλυκό και αλμυρό.