Οι σεισμοί είναι περισσότεροι απ’ ό,τι παλιότερα;
Η συχνότητα των σεισμών παγκοσμίως είναι αρκετά σταθερή, παρ’ όλο που ο αριθμός τους μπορεί να διαφέρει από έτος σε έτος.
Για παράδειγμα, αν λάβουμε υπόψη μας τους σεισμούς που έχουν ένταση μεταξύ 7 και 8 της κλίμακας Ρίχτερ, ο μέσος όρος είναι 17 σεισμοί ανά έτος. Σε ορισμένα έτη, όπως το 1986 και το 1989, καταγράφηκαν μόνο έξι σεισμοί αυτού του μεγέθους, ενώ άλλες χρονιές, όπως το 1943, έγιναν πάνω από 30. Αν όμως κοιτάξουμε μεγαλύτερες περιόδους –50 ή 100 ετών– ο αριθμός των σεισμών ανά έτος εμφανίζεται σταθερός.
Το γεγονός ότι δημιουργείται η εντύπωση ότι είναι συχνότεροι οι σεισμοί σε ορισμένες περιόδους οφείλεται απλώς στο ότι πληροφορούμαστε για εκείνους που είτε είναι εξαιρετικά ισχυροί είτε προκαλούν ακραία φαινόμενα όπως τα τσουνάμι. Ένας σεισμός άλλωστε δεν έχει συνήθως μεγάλη επίδραση στην κοινή γνώμη λόγω της ισχύος του, αλλά λόγω των θυμάτων ή των υλικών καταστροφών που αφήνει πίσω του.
Από τους 17 σεισμούς ανά έτος που κυμαίνονται μεταξύ 7 και 8 Ρίχτερ, ίσως υπάρχει ένας πραγματικά καταστροφικός. Γι’ αυτό είναι πολύ εύκολο να θυμηθούμε το σεισμό των 7,3 Ρίχτερ που χτύπησε την Αϊτή στις 12 Ιανουαρίου 2010, ο οποίος κόστισε τη ζωή περισσότερων από 300.000 ανθρώπων, ενώ ξεχνάμε τον πρόσφατο σεισμό που χτύπησε το ιαπωνικό σύμπλεγμα νησιών Ryukyu παρ’ όλο που αυτός ο τελευταίος ήταν ισχύος 7 Ρίχτερ.
Είναι λογικό να είναι σταθερός ο αριθμός των σεισμών στην πάροδο του χρόνου, αν σκεφτεί κανείς τις διαδικασίες που βρίσκονται πίσω από τους σεισμούς. Οι τεκτονικές πλάκες του γήινου φλοιού κινούνται ως επακόλουθο μιας σταθερής δύναμης από το εσωτερικό της Γης. Αυτό σημαίνει ότι συσσωρεύεται με σταθερό ρυθμό τεκτονική συμπίεση και τάση στη ζώνη όπου συγκρούονται δύο πλάκες. Γι’ αυτό και στην πάροδο του χρόνου είναι ίδια η ποσότητα ενέργειας που αποδεσμεύεται από ένα σεισμό.