Μπορεί ένα τεστ DNA να βγει λάθος;
Όταν η αστυνομία ανακαλύπτει στον τόπο ενός εγκλήματος γενετικό υλικό από κάποιον που έχει υποβληθεί σε μετάγγιση αίματος, μπορεί το τεστ DNA να δείξει λάθος δράστη;
Αν ένας δολοφόνος αφήσει σταγόνες αίματος στον τόπο του εγκλήματος, η αστυνομία μπορεί με ένα τεστ DNA να αποκαλύψει την ταυτότητά του – με την προϋπόθεση βέβαια ότι το DNA του δράστη υπάρχει στα σχετικά αρχεία. Η άποψη όμως ότι η αστυνομία μπορεί να κάνει λάθος στην περίπτωση που ο δολοφόνος έχει κάνει μετάγγιση αίματος ή μεταμόσχευση οργάνου, είναι λανθασμένη.
Οι ειδικευμένοι ιατροδικαστές, όταν διεξάγουν σχετικά τεστ, χρησιμοποιούν DNA από τα λευκά αιμοσφαίρια του αίματος. Αν ο ένοχος θέλει να τους ξεγελάσει, πρέπει να βιαστεί, αφού μέσα σε λίγες ώρες –το πολύ ένα 24ωρο– μετά από μια μετάγγιση, τα ξένα λευκά αιμοσφαίρια θα έχουν αποδομηθεί και θα έχει μόνο τα δικά του. Αν η εγκληματική πράξη γίνει πριν από την αποδόμηση των ξένων λευκών αιμοσφαιρίων, θα έχουμε να κάνουμε με μια μείξη των δύο προφίλ DNA. Από τη στιγμή που ο δράστης, παρά τη μετάγγιση, δεν παύει να έχει περισσότερο όγκο δικού του αίματος, το προφίλ του δικού του DNA θα είναι ευδιάκριτο και θα τον προδώσει.
Αν ο ένοχος έχει κάνει, για παράδειγμα, μεταμόσχευση ήπατος, αυτό δε σημαίνει απολύτως τίποτε, αφού τα ηπατικά κύτταρα δεν αναμειγνύονται με το αίμα του. Οι ειδικοί όμως ίσως μπερδευτούν άσχημα αν ο δολοφόνος έχει κάνει μεταμόσχευση μυελού των οστών. Σε σπάνιες περιπτώσεις, ενδέχεται ο ξένος μυελός να αναλάβει την παραγωγή λευκών αιμοσφαιρίων. Σε αυτή την περίπτωση, το τεστ DNA θα υποδείξει έναν εντελώς διαφορετικό ένοχο. Αν αυτός ο άνθρωπος υπάρχει στα αρχεία DNA, καλό θα είναι να έχει κάποιο άλλοθι. Πάντως, μια τέτοια ιδέα δεν εμπνέει και τόσο τους εγκληματίες, αφού μια μεταμόσχευση μυελού είναι αρκετά επικίνδυνη και μπορεί να έχει σοβαρές παρενέργειες.