Ποιος ανακάλυψε το απόλυτο μηδέν;
Πώς κατέληξε ο Κέλβιν στο συμπέρασμα ότι το απόλυτο μηδέν βρίσκεται στους 273,15 βαθμούς υπό το μηδέν;
Η δόξα για τον προσδιορισμό του απόλυτου μηδενός ανήκει στο Βρετανό φυσικό William Thomson (1824-1907), πιο γνωστό ως λόρδο Kelvin, ο οποίος το 1848 πρότεινε τη θέσπιση μιας απόλυτης θερμοκρασιακής κλίμακας, στην οποία οι 0 βαθμοί ταυτίζονται με το απόλυτο μηδέν και αντιστοιχούν στους -273,15 βαθμούς Κελσίου.
Ωστόσο, ήδη από το 1699, ο Γάλλος φυσικός Guillaume Amontons είχε διαπιστώσει μια γραμμική εξάρτηση ανάμεσα στη θερμοκρασία ενός σταθερού όγκου αερίου και την πίεσή του, και τέσσερα χρόνια αργότερα βρέθηκε πολύ κοντά στο συμπέρασμα ότι σε πάρα πολύ χαμηλές θερμοκρασίες η πίεση θα ελαχιστοποιούνταν.
Το 1787, ένας άλλος Γάλλος φυσικός, ο Jacques Alexandre Cesar Charles, ανακάλυψε ότι, για συγκεκριμένη ποσότητα αερίου υπό συγκεκριμένη πίεση, ο όγκος του αερίου είναι ανάλογος της θερμοκρασίας του. Έτσι, ο όγκος ενός αερίου μειώνεται κατά 1/273 για κάθε βαθμό που η θερμοκρασία πέφτει κάτω από τους 0 βαθμούς Κελσίου, πράγμα που σημαίνει ότι μειώνεται στο ελάχιστο στους -2730C.
Ωστόσο, αυτός που διατύπωσε την ορθή ερμηνεία του φαινόμενου ήταν ο λόρδος Kelvin, ο οποίος πίστευε ότι η θερμότητα είναι ένα είδος εσωτερικής κινητικής ενέργειας των ατόμων του αερίου και ότι όσο μειώνεται η θερμοκρασία τόσο επιβραδύνεται και η κίνηση των ατόμων. Γι’ αυτό και το απόλυτο μηδέν μπορεί να περιγραφεί ως μια κατάσταση όπου αυτές οι κινήσεις των ατόμων της ύλης σταματούν – αν και σύμφωνα με τους νόμους της θερμοδυναμικής είναι αδύνατον να φτάσουμε στο απόλυτο μηδέν.